- παροπλίζω
- παρόπλισα, παροπλίστηκα, παροπλισμένος1. αφοπλίζω, αφαιρώ τα όπλα.2. (ναυτ.), ξαρματώνω πλοίο, παίρνω πλοίο από την ενεργό δράση: Πολλά επιβατικά πλοία είναι παροπλισμένα αρματαγωγά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.